Ἰωνᾶς

Ἰωνᾶς
2495 Ἰωνᾶς
{собств., 13}
Иона (голубь).
1. Сын (потомок) Амафии, родом из Гафхефера, один из малых пророков – пророк времен Иеровоама II, сына Иоаса, царя израильского, современник пророка Амоса (Мф. 12:39-41; 16:4; Лк. 11:29, 30, 32).
2. Отец ап. Петра (Ин. 1:42; 21:15-17). См. евр. 3124 (הָנוֹי).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Ἰωνᾶς" в других словарях:

  • -ιώνας — νεοελλ. κατάλ. η οποία προέρχεται από την αρχ. κατάλ. εών, εῶνος με συνίζηση τού ε (πρβλ. καλαμ εών > καλαμ ιώνας) απαντά σε περιληπτικά ουσ. και σε τοπωνύμια (πρβλ. περιστερ ιώνας, Ασπαλαθ ιώνας). Η αρχ. κατάλ. εών περιληπτικών ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • Ιωνάς — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Εβραίος προφήτης, του οποίου η ιστορία αναφέρεται στο ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Κλήθηκε από τον Θεό να αναγγείλει στους κατοίκους της Νινευί την καταστροφή της πόλης τους εξαιτίας των… …   Dictionary of Greek

  • Ίωνας — ο κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιωνάς — ο κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἴωνας — Ἴων the Ionians masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοντός, Ιωνάς — (18ος αι.). Λόγιος μοναχός από το Λιβάδι Θεσσαλίας. Ήταν γνωστός και με την επωνυμία Σπαρμιώτης, καθώς μόνασε στη μονή Σπαρμού. Διετέλεσε μαθητής του Ιωάννη Πεζάρο και δίδαξε στο Λιβάδι, στον Βελβεντό, στη Θεσσαλονίκη και στη Ραψάνη. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Μακρυγένης, Ιωνάς — (; – 1860). Ιερομόναχος και αγωνιστής του 1821. Όταν άρχισε η Επανάσταση, μετέβη από την Κωνσταντινούπολη στην Πελοπόννησο και πολέμησε στο Ναύπλιο, στα Δερβενάκια και εναντίον των Αιγυπτίων …   Dictionary of Greek

  • δενδρώνας — και δενδριώνας, ο (AM δένδρων) τόπος κατάφυτος με δένδρα, άλσος, δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) ών δηλωτικό ονομάτων τόπου (πρβλ. αμπελ ών, ανδρ ών). Ο τ. δενδρ ιώνας σχηματίστηκε αναλογικά προς τα καλαμ ιώνας, κυπαρισσ ιώνας)] …   Dictionary of Greek

  • Thales de Milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance …   Wikipédia en Français

  • Thalos de milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance …   Wikipédia en Français

  • Thalès de Milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance …   Wikipédia en Français


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»